μορίδες

μορίδες
μορίδες· μάντεις, Hsch. [full] μορίδιος,
A gloss on μορόεις, Sch.Nic. Al. 134. [full] μορίες· μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάντεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. τού μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) πρβλ. βάτος] …   Dictionary of Greek

  • ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”